λείρινος

Revision as of 09:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

η, ον,

   A made of lilies, χρῖσμα Dsc.3.102; ἔλαιον Gal.19.119.    II like a lily, ἄνθος prob. in Thphr.HP3.18.11.

German (Pape)

[Seite 26] von Lilien gemacht, Diosc., auch ἄνθος, lilienartig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λείρῐνος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ λειρίων, κρίνων, χρῖσμα Διοσκ. 3. 116. ΙΙ. ὡς κρίνον, ἄνθος Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18. 11.

Greek Monolingual

λείρινος, -ίνη, -ον (Α) λείριον
1. κατασκευασμένος από κρίναἔλαιον λείρινον», Γαλ.)
2. αυτός που μοιάζει με κρίνο
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνοάνθος λείρινον», Θεόφρ.).