πηλακίζω

Revision as of 12:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

etym. of προπηλακίζω, EM669.49, cf. πήλαξ; also found in PSI5.495.9 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 610] mit Koth bewerfen, beschimpfen, Sp.; gebräuchlicher im compos. προπ.

Greek (Liddell-Scott)

πηλᾰκίζω: πηλᾰκισμός, παρὰ Σουΐδ. καὶ Μεγ. Ἐτυμολ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ προπηλακίζω, -ισμός. ― Ὡσαύτως μνημονεύεται ἡ λέξις πῆλαξ ὡς ῥίζα· πρβλ. πῆλυξ, καὶ ἴδε προπηλακίζω, προπηλακισμός.

Greek Monolingual

Α
ρίχνω λάσπη, πετάω λάσπη εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πηλακίζω που μαρτυρείται μόνο σε πάπυρο και στο Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν μάλλον επινοήθηκε, όπως και ο τ. πήλαξ (< πηλός + επίθημα -αξ, -ακος) από τους λεξικογράφους προκειμένου να δικαιολογηθεί ο σχηματισμός του συνθ. προ-πηλακίζω].