ποτιδεύομαι

Revision as of 12:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Dor. for προσδέομαι, Theoc.5.63.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιδεύομαι: Δωρ. ἀντὶ προσδέομαι, Θεόκρ. 5. 63.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσδέομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + δεύομαι, δωρ. τ. του δέομαι].

Greek Monotonic

ποτιδεύομαι: Δωρ. αντί προσ-δέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ποτιδεύομαι: дор. = προσδέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτιδεύομαι Dor. med. van 2. προσδέω.