πυκιμηδής

Revision as of 12:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές, (πύκα, μῆδος)

   A of close or cautious mind, shrewd, Od. 1.438: also written parox. πυκιμήδης, h.Cer.153, Q.S.7.189.

German (Pape)

[Seite 815] ές, oder -μήδης betont, bedachtsames Sinnes; Od. 1, 438; H. h. Cer. 153; vgl. Lob. Phryn. 671.

English (Autenrieth)

ές (μῆδος): deep-counselled, Od. 1.438†.

Greek Monolingual

-ές, και πυκιμήδης, -ίμηδες, Α
συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι- (βλ. λ. πυκνός) + -μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυ-μηδής].

Greek Monotonic

πῠκῐμηδής: -ές (πύκα, μῆδος), αυτός που έχει συνετό και συγκροτημένο νου, έξυπνος, σώφρων, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυκιμηδής of πυκιμήδης -ες [πύκα, μῆδος] verstandig, met degelijk inzicht.

Middle Liddell

πῠκῐ-μηδής, ές πύκα, μῆδος
of close or cautious mind, shrewd, Hom.