[ᾰ], ὁ,
A one who sews (leather) sieves, PTeb.540 (ii A. D.).
κοσκινοράφος, ὁ (Α)αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή δέρμα στη στεφάνη του κόσκινου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].