κοσκινοράφος

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνοράφος Medium diacritics: κοσκινοράφος Low diacritics: κοσκινοράφος Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΡΑΦΟΣ
Transliteration A: koskinoráphos Transliteration B: koskinoraphos Transliteration C: koskinorafos Beta Code: koskinora/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, one who sews (leather) sieves, PTeb.540 (ii A. D.).

Greek Monolingual

κοσκινοράφος, ὁ (Α)
αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή δέρμα στη στεφάνη του κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ιστιορράφος, μηχανορράφος].