κοσκινοράφος

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνοράφος Medium diacritics: κοσκινοράφος Low diacritics: κοσκινοράφος Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΡΑΦΟΣ
Transliteration A: koskinoráphos Transliteration B: koskinoraphos Transliteration C: koskinorafos Beta Code: koskinora/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, one who sews (leather) sieves, PTeb.540 (ii A. D.).

Greek Monolingual

κοσκινοράφος, ὁ (Α)
αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή δέρμα στη στεφάνη του κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ιστιορράφος, μηχανορράφος].