γανώδης

Revision as of 17:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A bright: of ground, rich, Thphr.HP6.5.4.

German (Pape)

[Seite 474] ες, glänzend, schön, γῆ Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

γανώδης: -ες, (εἶδος) λαμπρός· ἐπὶ ἐδάφους γῆς, γόνιμος, πλούσιος, Θεόφρ. Ι. Φ. 6. 5. 4.

Spanish (DGE)

-ες rico, fértilde la tierra, Thphr.HP 6.5.4.

Greek Monolingual

γανώδης, -ες (Α) γάνος (Ι)]
1. λαμπερός
2. (για έδαφος) γόνιμος.