βόαγρος
English (LSJ)
ὁ, (βοῦς) A wild bull, Philostr. VA6.24.
German (Pape)
[Seite 450] ὁ, der wilde Ochse, Philostr. v. Apoll. 6, 24.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ toro bravo Philostr.VA 6.24.
Greek Monolingual
βόαγρος, ο (Α)
άγριος ταύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -αγρος < αγρός (πρβλ. ίππαγρος, σύαγρος)].