δαϊόφρων

Revision as of 17:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)    A unhappy in mind, miserable, A.Th.918 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 515] γόος Aesch. Spt. 901, Conj. für δαΐφρων, Elendes denkend, kläglich.

Greek (Liddell-Scott)

δαϊόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) ὁ δυστυχίας σκεπτόμενος, ἄθλιος, Αἰσχύλ. Θήβ. 919· ἀντίθ. τῷ φιλογαθής.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
d’une âme attristée (gémissement).
Étymologie: δάϊος, φρήν.

Spanish (DGE)

(δᾱϊόφρων) -ονος
que tiene una mente desdichada, desdichado, γόος αὐτόστονος ... δ. A.Th.918.

Greek Monolingual

δαϊόφρων (-ονος), ο, η (Α)
θλιβερός, θρηνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάιος (Ι) + -φρων < φρην (φρενός)].

Greek Monotonic

δαϊόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που κάνει δυσάρεστες σκέψεις, αυτός που σκέφτεται εχθρικά, άθλιος, δυστυχής, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαϊόφρων -ον [δάϊος, φρήν] met ongelukkig hart.

Russian (Dvoretsky)

δᾱϊόφρων: ονος adj. скорбный (γόος Aesch.).