δεξιάζω

Revision as of 18:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

in Pass.,    A = δεξιόομαι LXX 2 Ma.4.34.    II Med., approve, γάμον PLips.41.5 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 546] die rechte Hand gebrauchen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιάζω: μεταχειρίζομαι τὴν δεξιὰν χεῖρα, Ἑβδ. (Α΄ Παραλ. ιβ΄, 2, διάφ. γραφ.). ΙΙ. Μέσ., δέχομαι, μηδὲ δῶρα δεξιάσθω Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 11, (δεξιάομαι).

Greek Monolingual

δεξιάζω (AM)
μέσ. δεξιάζομαι
δέχομαι
αρχ.
χρησιμοποιώ κυρίως το δεξί μου χέρι («δεξιάζοντες καὶ ἀριστερεύοντες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλ. δεξιά (του επιθ. δεξιός), το οποίο από την εποχή του Ομήρου δηλώνει το δεξί χέριδεξιά χείρ»)].