δοξασία

Revision as of 19:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A opinion, D.C.53.19.

German (Pape)

[Seite 657] ἡ, das Meinen, Wähnen, D. Cass. 53, 19.

Greek (Liddell-Scott)

δοξᾰσία: ἡ, (δοξάζω) γνώμη, ἰδέα, Δίων Κ. 53. 19.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ opinión τῆς ἐμῆς δοξασίας D.C.53.19.6.

Greek Monolingual

η (AM δοξασία)
γνώμη, εικασία, ιδέα (όχι σαφής γνώση, στηριγμένη σε αποδείξεις).