δυσγράμματος

Revision as of 19:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A hard to write, Aristid.2.360 J.    II unlearned, Philostr.VS2.1.10.

German (Pape)

[Seite 677] 1) schwer zu schreiben, Aristid. – 2) ungelehrig, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

δυσγράμματος: -ον, ὁ δυσκόλως γραφόμενος, Αἰγύπτιον δὲ τοὔνομα καὶ δυσγράμματον μᾶλλον Ἀριστείδ. 2. 360. ΙΙ. ἀγράμματος ἢ ὀλιγογράμματος, ἀπαίδευτος, Φιλόστρ. 558.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de escribir τοὔνομα Aristid.Or.36.109.
2 de pers. iletrado, analfabeto Philostr.VS 558.

Greek Monolingual

δυσγράμματος, -ον (Α)
1. (για λέξη) αυτή που γράφεται δύσκολα
2. (για άνθρωπο) αγράμματος, απαίδευτος.