θημολογέω

Revision as of 21:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A collect in a heap, shortd. from θημωνολογέω (metri.gr.), ψαμμίτην δόρπον AP9.551 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 1208] Antiphil. 45 (IX, 551) ἐθημολόγει ψαμμίτην δόρπον, auf einen Haufen sammeln, wo Lobeck ἐθινολόγει, Andere ἐθυννολόγει lesen wollen.

Greek (Liddell-Scott)

θημολογέω: συναθροίζω εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω (χάριν τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
amonceler.
Étymologie: θημών, λέγω².

Greek Monotonic

θημολογέω: (θημών, λέγω), μέλ. -ήσω, συναθροίζω σε σωρό ή θημωνιά, συσσωρεύω, συντ. από το θημωνολογέω, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θημολογέω: собирать в кучу, нагромождать (Anth. - v. l. θινολογέω и θυννολογέω).

Middle Liddell

θημο-λογέω, fut. -ήσω θημών, λέγω
to collect in a heap, shortened from θημωνολογέω, Anth.