καθυπογράφω

Revision as of 22:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A describe, Eust.974.13; append signature to a document or edict, Sammelb.5251.4 (ii B.C.), PFlor.36.22 (iv A.D.), Cod.Just.1.1.7.11, etc.

German (Pape)

[Seite 1290] = ὑπογράφω, Eust. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπογράφω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπογ-, Εὐστ. Πονημάτ. 109, 52.

Greek Monolingual

καθυπογράφω (AM)
(επιτατ. του υπογράφω) μσν.
1. περιγράφω
2. καταλογίζω, καταχωρίζω
αρχ.
1. προσυπογράφω
2. επικυρώνω, εγκρίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-γράφω.