καθυπογράφω
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
describe, Eust.974.13; append signature to a document or edict, Sammelb.5251.4 (ii B.C.), PFlor.36.22 (iv A.D.), Cod.Just.1.1.7.11, etc.
German (Pape)
[Seite 1290] = ὑπογράφω, Eust. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπογράφω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπογ-, Εὐστ. Πονημάτ. 109, 52.
Greek Monolingual
καθυπογράφω (AM)
(επιτατ. του υπογράφω) μσν.
1. περιγράφω
2. καταλογίζω, καταχωρίζω
αρχ.
1. προσυπογράφω
2. επικυρώνω, εγκρίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-γράφω.