καρπογόνος

Revision as of 22:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(parox.), ον,    A bearing fruit, Dsc.5.141, prob. in Lyr. in Philol.80.338.

German (Pape)

[Seite 1328] Frucht erzeugend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καρπογόνος: -ον, φέρων καρπόν, καρποφόρος Διοσκ. 5. 159.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fertile litt. qui engendre des fruits.
Étymologie: καρπός, γίγνομαι.

Greek Monolingual

καρπογόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φέρει καρπό, ο καρποφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρπογόνον
η καρπογονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος ζωο-γόνος)].