κεδροπαγής

Revision as of 09:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές, (πήγνυμι)    A made of cedar-wood, σανίδες Supp.Epigr. 1.567.6 (Karanis, iii B.C.).

Greek Monolingual

κεδροπαγής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου, κέδρινος («σανίδες κεδροπαγεῑς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + -παγής (< πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»), πρβλ. δρυο-παγής, χαλκο-παγής].