κεδροπαγής
From LSJ
English (LSJ)
κεδροπαγές, (πήγνυμι) made of cedar-wood, σανίδες Supp.Epigr. 1.567.6 (Karanis, iii B.C.).
Greek Monolingual
κεδροπαγής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου, κέδρινος («σανίδες κεδροπαγεῖς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + -παγής (< πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»), πρβλ. δρυοπαγής, χαλκοπαγής].