κιναίδιον

Revision as of 09:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = ἴυγξ, Hsch., Phot.; = σεισοπυγίς, Sch.Theoc.2.17.

German (Pape)

[Seite 1439] τό, ein Vogel, = κίλλουρος, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κῐναίδιον: τό, ὄνομα τοῦ πτηνοῦ ἶυγξ (πρβλ. σεισοπυγίς), Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· πρβλ. Σχόλ. Θεοκρ. 2. 17.

Greek Monolingual

κιναίδιον, τὸ (Α) κίναιδος
ονομασία του πτηνού ίυγξ, σουσουράδα, κωλοσούσα.