ίυγξ
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
ἴυγξ, -γγος, ὁ, ἡ (Α)
1. το πτηνό σεισοπυγίς, η σουσουράδα
2. (ειδ.) άγνωστο πτηνό, πιθ. η σεισοπυγίς
3. μτφ. ο μαγικός τροχός («ἕλκομαι ἴυγγι ἦτορ» — αισθάνομαι έλξη στην καρδιά μου σαν από μαγικό τροχό, Πίνδ.)
4. μτφ. μαγεία, γοητεία, μαγικό φίλτρο («τῆ σῆ ληφθέντες ἴυγγι», Αριστοφ.)
5. σφοδρή επιθυμία, πόθος ή, κατ' άλλη ερμ., θλιβερή ανάμνηση, καημός
6. στον πληθ. αἱ ἴυγγες
ονομασία χαλδαϊκών θεοτήτων
7. φρ. «σῡριγξ μονοκάλαμος» — αυλός με ένα καλάμι (Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἰύζω + επίθημα -γξ, -γγος το οποίο εμφανίζεται συχνά σε ονομασίες πτηνών και μουσικών οργάνων (πρβλ. πῶυγξ, σάλπιγξ)].