κρυψιμέτωπος

Revision as of 09:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A hiding the forehead, Luc.Lex.7.

German (Pape)

[Seite 1517] die Stirn verbergend, Luc. Lexiph. 7.

Greek (Liddell-Scott)

κρυψιμέτωπος: -ον, ὁ κρύπτων τὸ μέτωπον, Λουκ. Λεξιφ. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cache le visage.
Étymologie: κρύπτω, μέτωπον.

Greek Monolingual

κρυψιμέτωπος, -ον (Α)
αυτός που κρύβει το μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. αντι-μέτωπος, λευκο-μέτωπος].

Russian (Dvoretsky)

κρυψῐμέτωπος: ὁ (sc. κρατήρ) кубок с большим раструбом (досл. закрывающий чело) Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυψιμέτωπος -ον [κρύψις, μέτωπον] die het gezicht verbergt.