μεθημοσύνη

Revision as of 12:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A remissness, carelessness, Il.13.121: pl., ib.108.

German (Pape)

[Seite 112] ἡ, Nachlässigkeit, Fahrlässigkeit, Il. 13, 121 u. im plur. ibd. 108.

Greek (Liddell-Scott)

μεθημοσύνη: ἡ, ἀμέλεια, ἀφροντισία, Ἰλ. Ν. 121· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 108.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
négligence, nonchalance.
Étymologie: μεθήμων.

English (Autenrieth)

remissness, Il. 13.108 and 121.

Greek Monolingual

μεθημοσύνη, ἡ (Α) μεθήμων
υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορίατάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

μεθημοσύνη: ἡ, αφροντισιά, αμέλεια, απροσεξία, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μεθημοσύνη: ἡ тж. pl. нерадение, небрежность Hom.

Middle Liddell

μεθημοσύνη, ἡ,
remissness, carelessness, Il. [from μεθήμων