οἰνοχαρής

Revision as of 14:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A merry with wine, IG14.2125 ; as a nickname, ib.3.1379.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοχᾰρής: -ές, ὁ χαίρων, ὁ ἀγαπῶν νὰ πίνῃ οἶνον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime le vin.
Étymologie: οἶνος, χαίρω.

Greek Monolingual

-ές (Α οἰνοχαρής, -ές)
αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται ηδονή να πίνει κρασί, μανιακός οινοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -χαρής (< χαίρομαι), πρβλ. αιμο-χαρής].

Greek Monotonic

οἰνοχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει χαρά στην οινοποσία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοχᾰρής: радующийся вину Anth.

Middle Liddell

οἰνο-χᾰρής, ές χαίρω
rejoicing in wine, Anth.