πάλλαξ

Revision as of 14:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ακος [prob. ᾱ], ὁ,    A youth, below the age of an ἔφηβος, Ael. Dion.Fr.172: fem., girl, Gell.4.3:—also πάλληξ, GDI5704.7 (Samos, iii/ii B. C.), Ar. Byz. ap. Ammon.p.37 V., Corn.ND20, Hsch.

German (Pape)

[Seite 452] ακος, ὁ, ἡ, eigtl. = νέος, Jüngling, Mädchen, bes. der Geliebte, die Geliebte, u. vorzugsweise das Kebsweib, im Gegensatze zur rechtmäßigen Gattinn, VLL., die auch πάλληξ anführen und es auf πάλλω zurückführen, das Alter, in welchem der menschliche Körper die größte Schwungkraft besitzt; vgl. aber das lat. pellex, und μέλλαξ, μεῖραξ. Auch Παλλάς, άδος, soll nach den Alten damit zusammenbangen. Vgl. Strab. XVII, 816.

Greek (Liddell-Scott)

πάλλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, κυρίως, νεανίας μόλις νεώτερος τοῦ ἐφήβου, ἴδε ἐν λ. Παλλάς· πάλληξ ἐν Κορνούτ. π. Θεῶν Φυσ. 20· - τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς, παλληκάριον ἢ -κάρι. - Κατὰ τοὺς Δωρ., πάλλαξ, = παλλακίς, Ἐτυμολ. Μέγ. 649, 57.

French (Bailly abrégé)

πάλλακος (ὁ, ἡ)
jeune homme, jeune fille.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

πάλλαξ, -ακος, ὁ, ἡ, και πάλληξ, ὁ (Α)
1. νέος λίγο πριν από την εφηβική ηλικία
2. το θηλ. α) νέα γυναίκα
β) παλλακίδα
3. (κατά τον Ησύχ.) «πάλληξ
βούπαις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το ουσ. παλλακή με αθέματη μορφή].