πλήγανον

Revision as of 17:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A stick, rod, Hsch.

German (Pape)

[Seite 631] τό, Schlägel, Prügel, Stock, wie βάκτρον, Hesych. erkl. βακτηρία.

Greek (Liddell-Scott)

πλήγᾰνον: τό, (πλήσσω) ὡς τὸ βάκτρον, «βακτηρία» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ράβδος, βακτηρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληγή + επίθημα -ανον (πρβλ. δρέπ-ανον, ξό-ανον)].