πλήγανον
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 631] τό, Schlägel, Prügel, Stock, wie βάκτρον, Hesych. erkl. βακτηρία.
Greek (Liddell-Scott)
πλήγᾰνον: τό, (πλήσσω) ὡς τὸ βάκτρον, «βακτηρία» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ράβδος, βακτηρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληγή + επίθημα -ανον (πρβλ. δρέπανον, ξόανον)].