ποντοπορέω
English (LSJ)
= foreg., A νηῦς ποντοποροῦσα sea-sailing, Od.11.11, cf. LXX Pr.24.54 (30.19), Q.S.7.397; sail the open sea. opp. a coasting voyage, Plu.Dio25; κύματα… ποντοπόρει βιότου AP10.74 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 681] das Meer bereisen, befahren, vom Schiffe gesagt, Od. 11, 11 u. sp. D., wie M. Arg. 24 (X, 4); auch Plut. Pericl. 26 Dion. 25 u. a. Sp., bes. auf dem hohen Meere, auf offener See fahren, im Ggstz zur Küstenfahrt.
Greek (Liddell-Scott)
ποντοπορέω: διέρχομαι τὴν θάλασσαν, (νηὸς) ποντοπορούσης, διαπλεούσης τὴν θάλασσαν, Ὀδ. Λ. 11 πλέω ἐν τῷ ἀνοικτῷ πελάγει, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν παρὰ τὴν ἀκτὴν πλοῦν, Πλουτ. Δίων 25· κύματα... ποντοπόρει βιότου Ἀνθ. Π. 10. 74.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parcourir ou traverser la mer.
Étymologie: ποντοπόρος.
Greek Monotonic
ποντοπορέω: μέλ. -ήσω, περνώ τη θάλασσα, νηῦς ποντοποροῦσα, αυτή που διαπλέει τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ποντοπορέω:
1) плыть по морю, совершать морское путешествие (ἱστία ποντοπορούσης, sc. νηός Hom.);
2) плыть в открытом море Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποντοπορέω zie ποντοπορεύω.
Middle Liddell
ποντοπορέω, fut. -ήσω
to pass the sea, νῆυς ποντοποροῦσα sea-sailing, Od. [from ποντοπόρος