προεκδέχομαι

Revision as of 18:37, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A intercept before, ὄρη π. ἀνέμους Str.15.3.10; τοὺς κινδύνους J.BJ7.6.4.

German (Pape)

[Seite 718] (s. δέχομαι), dep. med., vorher auffangen; Strab. XV; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

προεκδέχομαι: ἀποθετ., ἐμποδίζω, παρεμποδίζω πρότερον, Στράβ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

soutenir le premier choc de, acc..
Étymologie: πρό, ἐκδέχομαι.

Greek Monolingual

Α
ανακόπτω την πορεία με παρεμβολή, αναχαιτίζω προηγουμένως («ὅρη ὑψηλά τὰ προεκδεχόμενα ἅπαντα τους... ἀνέμους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκδέχομαι «αναλαμβάνω, παίρνω πάνω μου, συγκρατώ»].

Greek Monotonic

προεκδέχομαι: αποθ., εμποδίζω από πριν, σε Στράβ.

Middle Liddell


Dep. to intercept before, Strab.