προσεπιπλάσσω

Revision as of 19:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A add by way of fiction, τινί τι Corn.ND17 (Pass., v.l.).    II work into a plaster, Sor. ap. Gal.12.495.

German (Pape)

[Seite 761] (s. πλάσσω), noch dazu bilden, erdichten, Phurnut.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιπλάσσω: ἐπιπλάσσω προσέτι, τινί τι Κορνούτου περὶ Θ. Φύσ. 17.

Greek Monolingual

Α
1. σχηματίζω, πλάθω επίσης
2. επινοώ επί πλέον κάτι πλασματικό, προσθέτω κάτι ανύπαρκτο
3. (σχετικά με έμπλαστρο)
τοποθετώ και δεύτερο πάνω στο πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπιπλάσσω «επιθέτω, σχηματίζω»].