προσθλίβω
English (LSJ)
[ῑ], A press against or squeeze against, ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῖχον LXX Nu.22.25:—Pass., Placit.1.4.4.
German (Pape)
[Seite 766] andrücken, noch mehr drücken (?).
Greek (Liddell-Scott)
προσθλίβω: [ῑ], θλίβω (ζουλίζω) τι πρός τι, τι πρός τι Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΒ΄, 25). ― Παθ., Πλούτ. 2. 878F.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
Α
πιέζω, ζουλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο (α. «προσέθλιψεν ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῑχον», ΠΔ
β. «προσεθλίβετο πᾱς ὁ μικρομερὴς σχηματισμός», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θλίβω «πιέζω»].
Russian (Dvoretsky)
προσθλίβω: (ῑ) сжимать, сдавливать Plut.