ταυρόκρανος

Revision as of 08:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A bull-headed, E.Or.1378 (lyr.), APl.4.126.

German (Pape)

[Seite 1073] = ταυροκέφαλος; Ὠκεανός, Eur. Or. 1378; Ep. ad. 296 (Plan. 126).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόκρᾱνος: -ον, = ταυροκέφαλος, Εὐρ. Ὀρ. 1378, Ἀνθ. Πλαν. 126.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει κεφάλι ταύρου, ταυροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κρανος (< κρᾶνον βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ἐλαφό-κρανος].

Greek Monotonic

ταυρόκρᾱνος: -ον (κράνιον), = ταυροκέφαλος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ταυρόκρᾱνος: с бычачьей головой (Ὠκεανός Eur.).

Middle Liddell

ταυρό-κρᾱνος, ον, κράνιον = ταυροκέφαλος, Eur.]