Ὠκεανός
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A Oceanus, son of Uranus and Gaia, Hes.Th. 133: wedded to Tethys, father of Thetis, Il.14.302, 18.399; and of all the Oceanids, Hes.Th.337 sqq., A.Pr.140 (anap.); god of the primeval water, and source of all smaller waters, Il.21.195 sqq., Hes.Th.368; Ὠκεανὸν θεῶν γένεσιν Il.14.201; ποταμοῖο ῥέεθρα Ὠκεανοῦ, ὅσπερ γένεσις πάντεσσι τέτυκται ib.246; conceived as a great River which compasses the earth's disc, returning into itself, ἀψόρροος Il.18.399, Od.20.65; represented as encircling the shield of Achilles, Il.18.607, cf. Hes.Sc.314; Ὠκεάνω γᾶς τ' ἀπὺ περράτων Alc.84; Ὠκεανός ἀκαλαρρείτης, βαθύρροος, βαθυρρείτης, Il.7.422, 21.195; ῥόος Ὠκεανοῖς, ῥοαὶ Ὠ., 16.151, 3.5 (so Ὠ., παγαί Pi.Fr.30.2; Ἴναχενᾶτορ, παῖ τοῦ κρηνῶν πατρὸς Ὠκεανοῦ S.Fr.270 (anap.)); criticized by Hdt. οὔ τινα ἔγωγε οἶδα ποταμὸν Ὠ. ἐόντα 2.23, cf. 4.8, Str.1.1.7: but Ὠκεανὸς ὃν ταυρόκρανος ἀγκάλαις ἑλίσσων κυκλοῖ χθόνα E.Or.1377 (lyr.).
II later the name of the great Outward Sea, opp. to the Inward or Mediterranean (θάλασσα, πόντος), Hdt. Il.cc., Pi.P.4.26, 251; τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀσίαν καὶ τὴν Λιβύην νήσους εἶναι ἃς περιρρεῖν κύκλῳ τὸν Ὠκεανόν Theopomp.Hist.Fr.74 (a), cf. Arist.Mu.393a17; Ὠκεανός ὁ βόρειος, ὁ ἑσπέριος, ὁ κατὰ μεσημβρίαν, Plu.Mar.11, Ant.61, D.S.17.96; Πρεττανικός, Γερμανικός, Καντάβριος, etc., Ptol.Geog.2.3.3, 2.3.4, 2.6.3, al.
III metaph., ὠκεανός χρημάτων = oceans of wealth, Lyd. Mag.3.62 (pl.); πραγμάτων ib.2.7.
IV ὠκεανέ = bravo! in acclamations, POxy.41.4 (iii/iv A. D., ωκαιαναι and ωκααναι Pap.: an exaggeration of Νεῖλος similarly used, Jo.Chrys. περὶ κενοδοξίας cap.8 Schulte).
V Pythagorean name for 9, Theol.Ar.57.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. Okéanos, fils d'Ouranos et de Gæa, dieu de la mer;
II. l'Océan :
1 dans Hom. la masse liquide qui coule comme un fleuve autour de la terre;
2 postér. la mer extérieure (p. opp. aux mers intérieures), particul. l'Océan Atlantique.
Étymologie: DELG pas d'étym. sûre.
German (Pape)
ὁ, ursprünglich der Gott des großen Urwassers (s. Ὠκεανός), wird schon bei Hom. mit dem großen Weltstrome, der die ganze Erdscheibe umfließt, identifiziert, und nimmt dann die Bedeutung des großen äußern Weltmeeres od. Ozeans an, im Gegensatz zum mittelländischen Meere, θάλασσα od. πόντος, so schon Pind. P. 4.26, 251.
Russian (Dvoretsky)
Ὠκεᾰνός: ὁ Океан
1 сын Урана - Неба и Геи - Земли, владыка водной стихии Hom., Hes., Aesch.;
2 великая река, обтекающая всю землю Hom., Hes., Aesch., Her.;
3 название нын. Атлантического океана Arst., Plut., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
Ὠκεᾰνός: -οῦ, ὁ, υἱὸς τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, Ἡσ. Θεογ. 133· σύζυγος τῆς Τηθύος, πατὴρ δὲ τῆς Θέτιδος, Ἰλ. Ξ. 302, Σ. 398· καὶ πασῶν τῶν Ὠκεανίδων, Ἡσ. Θεογ. 337 κ.ἑξ., Αἰσχύλ. Πρ. 140· - εἶναι ὁ θεὸς τοῦ μεγάλου προαιωνίου ὕδατος καὶ πηγὴ πάσης θαλάσσης καὶ παντὸς ποταμοῦ, ἐξ οὗ περ πάντες ποταμοὶ καὶ πᾶσα θάλασσα καὶ πᾶσαι κρῆναι καὶ φρέατα μακρὰ …άουσιν Ἰλ. Φ. 196, Ἡσ. Θεογ. 337, 368· μάλιστα ἐν Ἰλ. Ξ. 201, 302 λέγεται καὶ θεῶν γένεσις, καὶ ἐν στίχ. 246, ὅσπερ γένεσις πάντεσσι τέτυκται. Τοῦ Ὁμήρου ὁ Ὠκεανὸς εἶναι μέγας Ποταμὸς ῥέων κυκλοτερῶς περὶ τὴν γῆν καὶ εἰς ἑαυτὸν ὑποστρέφων, ἀψόρροος Ἰλ. Σ. 399, Ὀδ. Υ. 65· ὅθεν περιεγράφετο ὡς ἀποτελῶν τὴν ἐσχάτην περιφέρειαν τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Σ. 607, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 314, Αἰσχύλ. Πρ. 141, Ἡρόδ. 2.21, 23., 4.36· ὅθεν ὁ Ὅμ. οὐ μόνον δίδει εἰς αὐτὸν τὰ εἰς τοὺς ποταμοὺς ἀναφερόμενα ἐπίθετα ἀκαλαρρείτης, βαθύρροος, βαθυρρείτης, καὶ ἔχει τὰς φράσεις ῥόος Ὠκεάνοιο, ῥοαὶ Ὠκ. (οὕτως Ὠκ. παγαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 6· παῖ κρηνῶν .. Ὠκεανοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 256), ἀλλὰ καὶ καλεῖ αὐτὸν ῥητῶς ποταμὸν Ὠκεανόν, ὅπερ ἐμιμήθη ὁ Μϊλτων εἰπὼν «Ocean-stream», ποταμοῖο ῥέεθρα Ὠκεανοῦ Ἰλ. Ξ. 245, Υ. 7· τὴν ἀντίληψιν ταύτην ἐπικρίνει ὁ Ἡρόδ. 2.23., 4.8, καὶ ὁ Στράβ. κ.ἑξ.· ἀλλὰ παρέμεινε καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα μύθοις, ὡς γίνεται δῆλον ἐκ τοῦ ὅτι ὁ Ὠκεανὸς διετήρησε τὰ ἐπίθετα ποταμίου θεοῦ, οἷον ταυρόκρανος (Εὐρ. Ὀρ. 1377), καὶ ἐκ τοῦ τρόπου, καθ’ ὃν παριστάνεται εἰς ἔργα τέχνης. - Ὁ Ἡσ. θέτει τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ ἐν τοῖς πέρασι τῆς γῆς πρὸς δυσμάς, Θεόγ. 275, Ἔργ. κ. Ἡμ. 171· οὕτω δὲ καὶ ὁ Ὅμηρος περιγράφει τὸν δόμον τοῦ Ἅιδου ὡς κείμενον μακρὰν ἐν ταῖς δυσμαῖς καὶ πέραν τοῦ Ὠκεανοῦ, Ὀδ. Κ. 509, κ.ἑξ., Ὠ. 12, πρβλ. Δ. 568, Λ. 157, Ἰλ. Ξ. 301. ΙΙ. παρὰ τοῖς μετέπειτα παρέμεινε τὸ ὄνομα Ὠκεανὸς ἐπὶ τῆς μεγάλης Ἔξω θαλάσσης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἔσω ἢ Μεσόγειον (ἥτις καλεῖται ἁπλῶς θάλασσα, πόντος), Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πινδ. Π. 4.45, 446· μάλιστα δὲ ὁ Ἀτλαντικός, Ἀριστ. π. Κόσμου 3, 8· τὰ δὲ μέρη αὐτοῦ διακρίνονται: ὁ βόρειος, ὁ ἑσπέριος, ὁ κατὰ μεσημβρίαν Πλουτ. Μάρ. 11, Ἀντών. 61, Διόδ. 17.96· Βρετανικός, Γερμανικός, Καντάβριος κλπ., Πτολεμ. κλπ.· ἴδε T…sch…ck. εἰς Po…pon. M. 3.1, σ. 54. ΙΙΙ. μεταφορ., ὠκ. χρημάτων, ἀφθονία πλούτου, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 3.62. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 109.
English (Autenrieth)
Oceanus, distinguished from the sea. (θάλασσα, πόντος, ἅλς) as a mighty stream (ποταμός, Il. 18.607, Il. 20.7; δόος Ὠκεανοιο, Il. 16.151; cf. Milton's ‘ocean stream’) encircling the whole Earth, Il. 18.607. The constellations (excepting the Great Bear, which in Greek latitudes does not dip below the horizon) are conceived as sinking below Oceanus and emerging from it on the other side of the Earth, as they set and rise. Beyond Ocean is the entrance to the nether world, and Elysium is on its hither bank, Od. 10.508, Od. 4.568. (In the cut, which represents a design of the shield of Achilles, the outer rim [5] indicates the stream of Ocean.)—Personified, Ὠκεανός, husband of Tethys, father of all streams and fountains, and indeed, of all the gods, Od. 4.568, Od. 10.139, Il. 14.311, 201.
English (Slater)
Ὠκεανός (-οῦ, -οῖο.)
a pro pers., Ocean ὠκεανοῦ θύγατερ (sc. Καμάρινα, on the Sicilian coast) (O. 5.2) ἐξ ὠκεανοῦ γένος ἥρως δεύτερος (sc. Ὑψεύς, son of Peneios) (P. 9.14) ἀγ]λαάν τ' ἐς αὐλὰν ὠκεανοῖο[ ]υ Μελίας (Pae. 7.4) cf. κόρα ὠκεανοῦ Μελία (Pae. 9.43)
b ocean semipersonified “ἐξ ὠκεανοῦ φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” (P. 4.26) ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ (P. 4.251) Θέμιν ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον (Ocean is the brother of Themis) fr. 30. 2. ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ[ (post ωκεανου est in lemmate scholiastae θεμιδος scriptum) Πα. . 1. ὠκεανοῦ πέτ[αλ]α κράν[ας (supp. Snell: cf. Galen, de puls. diff., 8. 682 Lips., Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα τὰς κρήνας λέγων) fr. 326.
Greek Monotonic
Ὠκεανός: -οῦ, ὁ,
I. ο Ωκεανός, γιος του Ουρανού και της Γης, σε Ησίοδ.· σύζυγος της Τηθύος, πατέρας της Θέτιδας, σε Ομήρ. Ιλ. Στον Όμηρο ο Ωκεανός είναι ένας μεγάλος ποταμός (ὠκεανὸς ποταμός), ο οποίος ρέει κυκλικά στη σφαίρα της γης και επιστρέφει στον εαυτό του (ἀψόρροος).
II. έπειτα, ο Ωκεανός παρέμεινε ως το όνομα που χρησιμ. για να δηλώσει τη μεγάλη εξωτερική θάλασσα, αντίθ. προς την «εσωτερική» ή τη Μεσόγειο θάλασσα (θάλασσα, πόντος), σε Ηρόδ., Πίνδ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: N. des Stroms, der die Erde wie das Meer rings einschließt, Weltstrom, Weltmeer, Ozean (seit Il.).
Derivatives: Davon Ώκεαν-ίς f. vom O. (Pi. u.a.), -ίδες pl. die Töchter des O. (Kall.), -ίνη (-ι-) f. Tochter des O. (Hes.), -ῖτις f. vom O. (D.H., AP u.a.), -ῖται m. pl. Bewohner der Ozeanküste (St. Byz.; Redard 184), -(ε)ιος zum O. gehörig (Gal. u.a.), f. -ηϊάς (Nonn.), -ης m. alter N. des Nils (D. S.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As the idea of a world-river is not of IE origin, the word is a loan. The attempts to find an IE etymology, have failed: = Skt. ā-śáyāna- "the lying on", approx. = ἐπικείμενος (since Benfey; further lit. in Bq and WP. 1, 358); from IE *ōḱu̯-eianos "(le dieu fleuve) qui a la marche rapide" (to ὠκύς and Skt. áyanam course; Borgeaud IF 66, 49 ff.). The variants with ɣ prove that the word is Pre-Greek. As Pre-Greek did not have a phoneme /e/, the ε, η is due to a, a which was influenced by the preceding palatalized k. This is confirmed by the following: as the influence of the palatal will have been strongest in the adjoining part of the vowel, and less in the further part, this resulted in a sequence [äa] which was rendered as -εα- in ᾽Ωκεανός. So the form will have been *uḱan (with ω- from u or u); the a may have been long.
Middle Liddell
Ὠκεᾰνός, οῦ, ὁ,
I. Oceanus, son of Uranus and Gaia, Hes.: wedded to Tethys, sire of Thetis, Il.—Homer's Oceanus is a great River (ὠκεανὸς ποταμόσ), which compasses the earth's disc, returning into itself (ἀψόρροοσ).
II. in later times, Ocean remained as the name of the great Outward Sea, opp. to the Inward or Mediterranean (θάλασσα, πόντοσ), Hdt., Pind., etc.
Frisk Etymology German
Ὠκεανός: {Ōkeanós}
Grammar: m.
Meaning: N. des Stroms, der die Erde wie das Meer rings einschließt, Weltstrom, Weltmeer, Ozean (seit Il.).
Derivative: Davon Ὠκεανίς f. ‘vom O.’ (Pi. u.a.), -ίδες pl. ‘die Töchter des O.’ (Kall.), -ίνη (-ι-) f. ‘Tochter des O.’ (Hes.), -ῖτις f. ‘vom O.’ (D.H., AP u.a.), -ῖται m. pl. Bewohner der Ozeanküste (St. Byz.; Redard 184), -(ε)ιος ‘zum O. gehörig’ (Gal. u.a.), f. -ηϊάς (Nonn.), -ης m. alter N. des Nils (D. S.).
Etymology : Da die Idee des Weltstroms nicht aus gemeinidg. Zeit übernommen worden ist, liegt selbstverständlich eine griech. Neuerung, wahrscheinlich in Form eines LW.s vor. Die Versuche, eine idg. Etymologie zu finden, sind gescheitert: = aind. ā-śáyāna- "der anliegende", etwa = ἐπικείμενος (seit Benfey; weitere Lit. bei Bq und WP. 1, 358); aus idg. *ōḱu̯-eianos "(le dieu fleuve) qui a la marche rapide" (zu ὠκύς und aind. áyanam Gang; Borgeaud IF 66, 49 ff.). Pelasgische Erklärung von Carnoy Ant. class. 24, 27 f.
Page 2,1145
Wikipedia EN
In Greek mythology, Oceanus (/oʊˈsiː.ə.nəs/; Greek: Ὠκεανός, also Ὠγενός, Ὤγενος, or Ὠγήν) was the Titan son of Uranus and Gaia, the husband of his sister the Titan Tethys, and the father of the river gods and the Oceanids, as well as being the great river which encircled the entire world.
Wikipedia EL
Ο Ωκεανός (αρχ. ελλ. Ὠκεανός) στην αρχαία Ελληνική μυθολογία ήταν υιός του Ουρανού και της Γαίας. Ο Ωκεανός είναι η αρχαιότερη θαλάσσια θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στα ορφικά ποιήματα μαζί με την Τηθύ. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η Νύχτα και ο Αιθέρας γέννησαν ένα «αργυρόν ωόν» (ασημένιο αυγό), προφανώς, τη σελήνη. Από το αυγό αυτό προέκυψε ο Έρως. Ο Έρως ταξινόμησε τα πάντα και έπλασε το αχανές Χάος ψηλά στον ουρανό και τη γαία (γη) από κάτω. Το Χάος και η Γαία ζευγαρώθηκαν με την συναίνεση του Έρωτα και γέννησαν τον Ωκεανό και τη Τηθύ. Ο Ωκεανός του άρχισε να γεννάει όλα τα ζωντανά πλάσματα της γης, όπως, και όλους τους κατοπινούς θεούς.
Translations
af: Okeanos; ar: أوقيانوس; ast: Océanu; az: Okean; be: Акіян; bg: Океан; bn: অকেয়ানোস; br: Okeanos; bs: Okean; ca: Oceà; co: Oceanu; cs: Okeanos; cv: Океан; da: Okeanos; de: Okeanos; el: Ωκεανός; en: Oceanus; eo: Oceano; es: Océano; et: Okeanos; eu: Ozeano; fa: اوکئانوس; fi: Okeanos; fr: Océan; gl: Océano; he: אוקיינוס; hr: Okean; hu: Ókeanosz; hy: Օվկիանոս; id: Okeanos; it: Oceano; ja: オーケアノス; jv: Okeanos; ka: ოკეანოსი; kk: Океан; ko: 오케아노스; la: Oceanus; lb: Okeanos; lt: Okeanas; lv: Okeāns; mk: Океан; ml: ഓഷ്യാനസ്; mr: ओसिअॅनस; nl: Oceanus; nn: Okeanos; no: Okeanos; oc: Ocean; pl: Okeanos; pt: Oceano; ro: Oceanus; ru: Океан; sh: Okean; simple: Okeanos; sk: Ókeanos; sl: Okean; sr: Океан; sv: Okeanos; th: โอซีอานัส; tl: Okeanos; tr: Okeanos; uk: Океан; ur: رب البحر; war: Oceanus; wuu: 俄刻阿诺斯; yi: אקעאנוס; zh_yue: 奧卡諾斯; zh: 俄刻阿诺斯