ταυρόκρανος
English (LSJ)
ταυρόκρανον, bull-headed, E.Or.1378 (lyr.), APl.4.126.
German (Pape)
[Seite 1073] = ταυροκέφαλος; Ὠκεανός, Eur. Or. 1378; Ep. ad. 296 (Plan. 126).
Russian (Dvoretsky)
ταυρόκρᾱνος: с бычачьей головой (Ὠκεανός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ταυρόκρᾱνος: -ον, = ταυροκέφαλος, Εὐρ. Ὀρ. 1378, Ἀνθ. Πλαν. 126.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει κεφάλι ταύρου, ταυροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κρανος (< κρᾶνον βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ἐλαφόκρανος].
Greek Monotonic
ταυρόκρᾱνος: -ον (κράνιον), = ταυροκέφαλος, σε Ευρ.
Middle Liddell
ταυρό-κρᾱνος, ον, κράνιον = ταυροκέφαλος, Eur.]