ταχύμηνις

Revision as of 08:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,    A swift to anger, AP9.524.20.

German (Pape)

[Seite 1076] εως, ὁ, ἡ, schnell oder leicht zürnend, jähzornig, Dionysos, Hymn. (IX, 524, 20).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύμηνις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ταχέως ὀργιζόμενος, ὀξύθυμος, Ἀνθ. Π. 9. 524, 20.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
promptement irritable, soupe-au-lait.
Étymologie: ταχύς, μῆνις.

Greek Monolingual

-ήνεως, ὁ, ἡ, Α
οξύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -μηνις (< μῆνις, -ιος «οργή»), πρβλ. βαρύ-μηνις].

Greek Monotonic

τᾰχύμηνις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που οργίζεται γρήγορα, που εξάπτεται εύκολα, οξύθυμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύμηνις: εως adj. быстро впадающий в гнев, вспыльчивый (Διόνυσος Anth.).

Middle Liddell

τᾰχύ-μηνις, εως,
swift to anger, Anth.