φλυκταινώδης

Revision as of 09:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A = φλυκταινοειδής, Philum.Ven.17.1, Orib.Fr. 105.

German (Pape)

[Seite 1293] ες, zsgz. = φλυκταινοειδής, Sp.

Greek Monolingual

-ες / φλυκταινώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλύκταινα
1. όμοιος με φλύκταινα
2. γεμάτος φλύκταινες
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που χαρακτηρίζεται από την παρουσία φλυκταινών (α. «φλυκταινώδες εξάνθημα» β. «φλυκταινώδης δερματοπάθεια»).