χωλίαμβος

Revision as of 10:41, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,    A a lame or halting iambic, i.e. one that has a spondee for an iambus in the last place, said to have been invented by Hipponax, Demetr.Eloc.251, Sch.Heph.p.101 C.

German (Pape)

[Seite 1386] ὁ, der lahme, hinkende Jambus, der im letzten Fuße statt des Jambus einen Spondeus hat; Hipponax hat ihn am meisten gebraucht, heißt auch der Erfinder; Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

χωλίαμβος: ὁ, ἴαμβος χωλὸς ἢ χωλαίνων, δηλ. ἔχων σπονδεῖον ἀντὶ ἰάμβου ἐν τῷ τελευταίῳ ποδί, ἐπινοηθείς, ὡς λέγεται, ὑπὸ τοῦ Ἱππώνακτος, μνημονεύεται δὲ ἐκ τοῦ Δημ. τοῦ Φαληρ. ― Ἐπίθ. χωλιαμβικός, ή, όν, Σχόλια εἰς Ἡφαιστ. 6, 5, σ. 181· ῥῆμα χωλιαμβοποιέω, Εὐστ. 1684. 52.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
choliambe, vers iambique boiteux, càd terminé par un spondée.
Étymologie: χωλός, ἴαμβος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
χωλός ίαμβος που επινοήθηκε από τον Ιππώνακτα, τρίμετρος ιαμβικός στίχος με σπονδείο ή τροχαίο τον τελευταίο πόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + ἴαμβος.

Greek Monotonic

χωλίαμβος: ὁ, χωλός ίαμβος, δηλ. στίχος που έχει σπονδείο αντί ίαμβο στην τελευταία συλλαβή, λέγεται ότι επινοήθηκε από τον Ιππώνακτα.

Russian (Dvoretsky)

χωλίαμβος: ὁ стих. холиамб, т. е. хромой ямб (ямбический сенарий, последняя стопа которого заменена спондеем или хореем: ∪‒́∪‒́∪‒́∪‒́∪‒́∪̲).

Middle Liddell

χωλ-ίαμβος, ὁ,
a lame iambic, i. e. one that has a spondee for an iambus in the last place, said to be invented by Hipponax.