ἀμφιβάσκω

Revision as of 12:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = ἀμφιβαίνω, Sapph.Supp.10.7. ἀμφιβατεῖν· ἀμφισβητεῖν, Hsch.

Spanish (DGE)

rodear, envolver Sapph.21.7.

Greek Monolingual

ἀμφιβάσκω (Α)
αιολικός τύπος αντί αμφιβαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βάσκω. Συγγενής τ. του ρ. βαίνω, που απαντά μόνο σε προστακτική].