A = ἀμφιβαίνω, Sapph.Supp.10.7. ἀμφιβατεῖν· ἀμφισβητεῖν, Hsch.
rodear, envolver Sapph.21.7.
ἀμφιβάσκω (Α)αιολικός τύπος αντί αμφιβαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βάσκω. Συγγενής τ. του ρ. βαίνω, που απαντά μόνο σε προστακτική].