αμφιβαίνω
Greek Monolingual
ἀμφιβαίνω (Α)
1. περπατώ ολόγυρα, περιφέρομαι, τριγυρίζω
2. επιβαίνω, ιππεύω, καβαλικεύω
3. στέκομαι επάνω από τραυματισμένο φίλο μου για να τον προστατεύσω, να τον καλύψω
4. (για πολιούχες θεότητες) προστατεύω
5. και για τα ζώα που φυλάνε τα μικρά τους ή τη λεία τους
6. περιβάλλω, τυλίγω
7. (για ζώα) έρχομαι από επάνω, βατεύω
8. φρ. «ἀμφιβαίνω ἀμφί τι», (στην ιατρ.) για στενό επίδεσμο που περιβάλλει ευαίσθητο μέλος του σώματος χωρίς να το πιέζει
«ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει», ο ήλιος ακολουθώντας την τροχιά του μεσουράνησε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + βαίνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίβασις, ἀμφιβατήρ.