ἀναχνοαίνομαι

Revision as of 13:19, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(χνοῦς)    A get the first down, Ar.Ach.791.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχνοαίνομαι: παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας (χνόος), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, κάλλιστος ἔσται χοῖρος Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.

French (Bailly abrégé)

se couvrir de soies litt. de duvet.
Étymologie: ἀνά, χνόος.

Greek Monolingual

ἀναχνοαίνομαι (Α) χνους
αποκτώ χνούδι, τρίχες.

Greek Monotonic

ἀναχνοαίνομαι: Παθ., αποκτώ το πρώτο χνούδι (χνόος), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχνοαίνομαι: покрываться пушком, обрастать (τριχί Arph.).

Middle Liddell

χνόος
Pass. to get the first down (χνόος), Ar.