ἀνιδρύω

Revision as of 13:38, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A set up, e.g. a statue, D.C.37.34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιδρύω: [ῡ]: μέλλ. -ύσω, ἀνεγείρω, στήνω, π.χ. ἄγαλμα ἢ ἀνδριάντα, Δίων Κ. 37. 34.

Spanish (DGE)

erigir τὸ ἄγαλμα D.C.37.34.3, en v. pas. πολυτιμήσας τοὺς ἐν Ἡλίου πόλει θεοὺς ἀνιδρυμένους Hermapio 1
dedicar en v. pas. τὸ ἅρμα τὸ πρὸς τὸν Δία ἀνιδρυθὲν αὐτῷ D.C.43.21.2.

Greek Monolingual

ἀνιδρύω)
νεοελλ.
1. επανιδρύω, επανασυνιστώ, αποκαθιστώ
2. ανεγείρω, ανοικοδομώ
αρχ.
στήνω άγαλμα ή ανδριάντα.