ἀντασπάζομαι

Revision as of 13:54, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A welcome, greet in turn, X.Cyr.1.3.3; return greeting, Hierocl.Facet.7; receive kindly, X.Cyr.5.5.42, Pl.Com.12D., Plu.Tim.38.

German (Pape)

[Seite 245] dep. med., dagegen, gegenseitig umarmen, Xen. Cyr. 1, 3, 3; wieder gütig aufnehmen, 5, 5, 42; sich gegenseitig lieben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντασπάζομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀσπάζομαι καὶ ἐγώ, ἀνταποδίδω φιλοφροσύνην, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3: - περιποιοῦμαι φιλοφρόνως, ὁ αὐτ. 5. 5, 42: ἐντεῦθεν ἀντασπασμός, ὁ, ἀμοιβαῖος ἀσπασμός, χαιρετισμός, Θεόδ. Στουδ. σ. 572Ε.

French (Bailly abrégé)

embrasser à son tour, accueillir à son tour amicalement.
Étymologie: ἀντί, ἀσπάζομαι.

Spanish (DGE)

saludar a su vez, devolver el saludo αὐτόν X.Cyr.1.3.3, ἀντ' αὐτοῦ τοὺς προσαγορεύοντας Hierocl.Facet.7, αὐτήν Herm.Vis.4.2.2
abs. Plu.Tim.38, cj. en ZPE 7.1971.164a, A.Al.8.2.34
corresponder con muestras de afecto αὐτούς X.Cyr.5.5.42, cf. Pl.Com.12D.

Greek Monolingual

ἀντασπάζομαι (Α)
1. ανταποδίδω ασπασμό, χαιρετισμό
2. συμπεριφέρομαι με φιλοφροσύνη σε κάποιον.

Greek Monotonic

ἀντασπάζομαι: μέλ. -ασομαι, αποθ., καλωσορίζω ή χαιρετίζω ως ανταπόδοση, σε Ξεν.· αποδέχομαι ευγενικά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντασπάζομαι: обнимать в свою очередь; встречать с распростертыми объятьями, радушно принимать или приветствовать (τινα Xen.; τοὺς ἀσπασαμένους Plut.).

Middle Liddell


Dep. to welcome or greet in turn, Xen.; to receive kindly, Xen.