ἐγκακέω

Revision as of 16:58, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A behave remissly in a thing, ἐνεκάκησαν τὸ πέμπειν they culpably omitted to send, Plb.4.19.10, cf. Thd.Pr.3.11, Sm.Ge.27.46: c. part., τὸ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐγκακῶμεν Ep.Gal.6.9: abs., Ev.Luc. 18.1, al., cf. BGU1043.3 (iii A. D.); cf. ἐκκακέω.    II ἐγκακοῦμεν· ὑψοῦμεν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 704] sich wobei schlecht benehmen, übel befinden, LXX; Pol. 4, 19, 10 τὸ πέμπειν τὰς βοηθείας ἐνεκάκησαν, = unterließen sie aus Schlechtigkeit.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκᾰκέω: κακῶς φέρομαι, εἴς τι πρᾶγμα, ἐνεκάκησαν τὸ πέμπειν, κακῶς ποιοῦντες παρέλειψαν νὰ πέμψωσι, Πολύβ. 4. 19, 10· συχνάκις ἐν τῇ Καιν. Διαθ.· πρβλ. ἐκκακέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. agir mal, être en faute, commettre une négligence;
2 intr. être maltraité, être dans une situation pénible ; se décourager.
Étymologie: ἐν, κακός.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. frec. en pap. ἐνκ-
I 1obrar negligentemente, descuidar τὸ ... πέμπειν τὰς βοηθείας ... ἐνεκάκησαν Plb.4.19.10.
2 tratar mal (τὴν θυγατέρα) PPetaus 29.12 (II d.C.), en v. pas. ἐγκακηθέντα καὶ θλιβέντα PLond.1708.92 (VI d.C.), cf. PMasp.re.5.13 (VI d.C.).
II intr.
1 desesperar, perder la confianza (παραβολή) πρὸς τὸ δεῖν πάμποτε προσεύχεσθαι αὐτοὺς καὶ μὴ ἐ. Eu.Luc.18.1, αἰτοῦμαι μὴ ἐ. ἐν ταῖς θλίψεσίν μου ὑπὲρ ὑμῶν Ep.Eph.3.13, μὴ ἐγκακήσητε καλοποιοῦντες 2Ep.Thess.3.13, cf. 2Ep.Cor.4.1, Hsch.
en constr. pred. τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐγκακῶμεν Ep.Gal.6.9.
2 rechazar, aborrecer ἐγκαταλειφθήσεται ἡ γῆ, ἀφ' ἧς σὺ ἐγκακεῖς Sm.Is.7.16, cf. Ge.27.46, Thd.Pr.3.11, Eus.DE 7.1 (p.307.1).
3 desanimarse, sentir miedo ante la adversidad μὴ ὡς αἱ ὠδίνουσαι, ἐγκακῶμεν 2Ep.Clem.2.

Greek Monotonic

ἐγκᾰκέω: μέλ. -ήσω (κακός), αποθαρρύνομαι, δειλιάζω, κουράζομαι, βαριέμαι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐγκᾰκέω: из низости или по злобе воздерживаться (от чего-л.): τὸ πέμπειν τὰς βοηθείας ἐνεκάκησαν Polyb. (лакедемоняне) умышленно не прислали помощи.

Middle Liddell

fut. ήσω κακός
to lose heart, grow weary, NTest.

Chinese

原文音譯:™kkakšw 誒克-卡咳哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:出去-邪惡 相當於: (קוּץ‎)
字義溯源:軟弱,灰心,沮喪,喪膽,喪志;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(κακός)*=卑劣的)組成。註:編號 (ἐγκακέω)與 (ἐγκακέω / ἐκκακέω)意義相似,譯文編號時有混淆
出現次數:總共(4);林後(2);加(1);帖後(1)
譯字彙編
1) 我們⋯喪膽(2) 林後4:1; 林後4:16;
2) 喪志(2) 加6:9; 帖後3:13