ἐκκορίζω

Revision as of 17:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(κόρις)    A to clear of bugs, AP9.113 (Parmen.), cf.foreg.    II (κόρη) sens. obsc., Eup.233.

German (Pape)

[Seite 764] auswanzen, τοὺς κόρις Parmen. 11 (IX, 113); vgl. Eupol. Schol. Ar. Pax 1176.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκορίζω: (κόρις) «ξεκοριάζω», φονεύω κοριούς, «οἱ κόρις ἄχρι κόρου κορέσαντό μου, ἀλλ’ ἐκορέσθην ἄχρι κόρου καὐτὸς τοὺς κόρις ἐκκορίσας» Ἀνθ. Π. 9. 113. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 3.

French (Bailly abrégé)

déflorer.
Étymologie: ἐκ, κόρη.

Spanish (DGE)

1 limpiar esp. de chinches τί ... μ' ἐκκορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον; Ar.Fr.277, cf. Thphr.Char.22.12, τοὺς κόρις ἐκκορίσας habiendo limpiado de chinches, AP 9.113 (Parmen.).
2 desvirgar τὸν κύσθον ἐκκορίζειν Eup.247.

Greek Monolingual

ἐκκορίζω (Α)
1. σκοτώνω κοριούς
2. διακορεύω.

Greek Monotonic

ἐκκορίζω: μέλ. -σω (κόρις), καθαρίζω από κοριούς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκορίζω: шутл. (о клопах) уничтожать (τοὺς κόρις Anth.).

Middle Liddell

fut. σω κόρις
to clear of bugs, Anth.