ἐκκοιλίζω

Revision as of 17:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(κοιλία)    A disembowel, Mithaec. ap. Ath.7.325f.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκοιλίζω: ἢ κάλλιον ἐκκοιλιάζω, (κοιλία) ἀφαιρῶ, ἐξάγω τὰ ἐντόσθια, «ξεκοιλιάζω», ταινίαν ἐκκοιλιάξας Μίθαικος παρ’ Ἀθην. 325F, ἴδε Koen ἐν σημ. εἰς Γρηγόρ. Κορίνθου, σ. 328.

Spanish (DGE)

limpiar ταινίαν ἐκκοιλίξας tras haber limpiado el intestino de un pez antes de cocinarlo, Mithaecus en Ath.325f.

Greek Monolingual

ἐκκοιλίζω και ἐκκοιλιάζω (AM)
ανοίγω την κοιλιά, ξεκοιλιάζω.