ἐναποθραύω
English (LSJ)
A break off in, ὀϊστοὺς τοῖς τραύμασι Plu.Crass.25.
German (Pape)
[Seite 828] (s. θραύω), zerbrechen in, τραύμασι Plut. Crass. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποθραύω: θραύω ἐντός, κυλινδουμένους περὶ τοῖς ὀϊστοῖς ἐναποθραύειν τοῖς τραύμασι Πλουτ. Κράσσ. 25.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
romper dentro de c. dat. κυλινδουμένους περὶ τοῖς ὀιστοῖς ἐ. τοῖς τραύμασι Plu.Crass.25.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐναποθραύω: μέλ. -σω, σπάζω μέσα σε μία πληγή, με δοτ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναποθραύω: (в чем-л.) ломать, отламывать (ὀϊστὸν τραύματι Plut.).