ἐχεμυθία
English (LSJ)
ἡ, A silence, reserve, ἡ Πυθαγόρειος ἐ. Plu.Num.8, cf. 2.728d, Ph.2.267 (v.l. -θυμία), Alciphr.3.55, Ath.7.308d, Iamb.VP 6.32, etc.
German (Pape)
[Seite 1124] ἡ, Schweigsamkeit, Verschwiegenheit, bes. Ausdruck der Pythagoräer für das den Novizen in den ersten fünf Jahren auferlegte Schweigen, Plut. de curios. 9 Num. 8 u. öfterz καὶ σιωπή de ezil. 16; Ath. VII, 308 c u. Iambl. V. P.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεμῡθία: ἡ, σιωπή, σιγή, Πλουτ. Νουμ. 8, κτλ.· λέξις τῶν Πυθαγορείων, ὁ αὐτ. 2. 728D, Ἀθην. 308C. - Ὁ τύπος ἐχεμύθεια «εἶνε παντελῶς βάρβαρος καὶ ἀσύστατος» Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 393.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habitude du silence, discrétion.
Étymologie: ἐχέμυθος.
Greek Monotonic
ἐχεμῡθία: ἡ, τήρηση μυστικού, μυστικότητα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχεμῡθία: ἡ молчаливость, молчание, безмолвие Plut.