ἑκασταχοῦ

Revision as of 22:13, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.    A everywhere, Th.3.82, Pl.Phdr. 257e, al.

German (Pape)

[Seite 751] überall; Thuc. 3, 82; Plat. Phaedr. 257 e u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκασταχοῦ: ἐπίρρ., πανταχοῦ, Θουκ. 3. 82, Πλάτ. Φαῖδρ. 257Ε, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἑκασταχόθι.
Étymologie: ἕκαστος, -αχοῦ.

Spanish (DGE)

adv. en cada sitio διαφορῶν οὐσῶν ἑ. τοῖς τε τῶν δήμων προστάταις Th.3.82, οἱ ἂν ἑ. ἐπαινῶσιν αὐτούς Pl.Phdr.257e, τὸ προστυχὸν ἑ. δηλώσει (el desarrollo del discurso) a medida que aparezca en cada sitio (lo) mostrará Pl.Criti.109a, πεπολιτευμέναι δ' αὖ πάσας πολιτείας πολλάκις ἑ. Pl.Lg.676c
dep. de part. o adj. οἱ ἑ. ἄρχοντες Th.5.20, οἱ ἑ. παραταξάμενοι Anon.Hist. en Aeg.52.1972.106, οἱ ἑ. πολιτεύομενοι IMylasa 613.8 (V d.C.), (νοῦς) ἑ. πλήρης Plot.3.2.16, tb. adnom. προκαλέσασθαι τοὺς ἑ. κτήτοράς τε καὶ γεωργούς PBeatty Panop.2.225 (III d.C.), ἀφ' ἑ. τόπου PMasp.151.41 (VI d.C.)
c. verb. de mov. por todas partes ἑ. διαπέμπων τοὺς ἡγεμόνας Plu.Mar.20.

Greek Monolingual

ἑκασταχοῡ (AM)
επίρρ.
1. σε κάθε τόπο, παντού, οπουδήποτε
2. κατά διαστήματα, που και που, εδώ κι εκεί.

Greek Monotonic

ἑκασταχοῦ: (ἕκαστος), επίρρ., παντού, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκαστᾰχοῦ: Thuc., Plat., Plut. = ἑκαστοχόθι.

Middle Liddell

ἕκαστος
adv. everywhere, Thuc., etc.

English (Woodhouse)

in every part