ἑψητήρ

Revision as of 22:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,    A dish or pan for boiling, AP6.305 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1132] ῆρος, ὁ, der Kocher, der Kessel, Leon. Tar. 14 (VI, 305).

Greek (Liddell-Scott)

ἑψητήρ: ῆρος, ὁ, χύτρα, ἀγγεῖον πρὸς βράσιν, Ἀνθ. Π. 6. 305.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
marmite.
Étymologie: ἑψέω.

Greek Monolingual

ἑψητήρ, ὁ (Α) ἕψω
σκεύος που χρησιμεύει για βράσιμο, ψηστήρας, χύτρα.

Greek Monotonic

ἑψητήρ: -ῆρος, ὁ (ἕψω), δοχείο, σκεύος για βράσιμο (χύτρα), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἑψητήρ: ῆρος ὁ котелок, горшок для варки Anth.

Middle Liddell

[ἕψω]
a pan for boiling, Anth.