ἑτερομάσχαλος

Revision as of 22:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

χιτών, ὁ, a frock    A with only one hole for the arm, i.e. only coming over one shoulder, worn by slaves, opp. ἀμφιμάσχαλος, Poll.7.47, Sch.Ar.Eq. 878.

German (Pape)

[Seite 1049] mit einem Aermel, Ggstz vow ἀμφιμάσχαλος, Schol. Ar. Equ. 879 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερομάσχᾰλος: «χιτὼν δουλικὸς ἐργατικός. ἀπὸ τοῦ τὴν ἑτέραν μασχάλην ἔχειν ἐρραμένην» Ἡσύχ. - Κατὰ Πολυδεύκ. (Ζ΄, 47) «χιτὼν δὲ ἑτερομάσχαλος καὶ ἀμφιμάσχαλος, ὁ μὲν ἐλευθέρων σχῆμα, ὁ δὲ ἑτερομάσχαλος οἰκετῶν», πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 337. 3. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22.

Greek Monolingual

ἑτερομάσχαλος, -ον (Α)
χιτώνας που άφηνε ακάλυπτο τον ένα ώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + μασχάλη, πρβλ. αμφι-μάσχαλος].