= A furnarius, Gloss. (also ἰπνο-καύτης, ibid.).
ἰπνοκαύστης, ὁ (Α)αυτός που καίει τον κλίβανο, ο φούρναρης, ο αρτοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καύστης (< καίω)].